ομόγραφος

ομόγραφος
-η, -ο (ΑΜ ὁμόγραφος, -ον)
νεοελλ.
φρ. «ομόγραφη σχέση»
μαθ. η σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών κατά την οποία σε καθεμιά τιμή τής μιας μεταβλητής αντιστοιχεί μία και μόνο μεταβλητή τής άλλης τιμής
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει γραφεί με όμοιο τρόπο με κάποιον άλλο («ομόγραφη λέξη» — λέξη ορθογραφικά όμοια με άλλη αλλά με διαφορετική σημασία)
μσν.
(για έγγραφα) αυτός που περιέχει τις ίδιες λέξεις
αρχ.
ομόγραμμος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμόγραφον — ὁμόγραφος identically worded masc/fem acc sg ὁμόγραφος identically worded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόγραφα — ὁμόγραφος identically worded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομογραφώ — ὁμογραφῶ, έω (Μ) γράφω με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γραφῶ μέσω αμάρτυρου *ὁμογράφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”